κοντραπλακέ — το (άκλ., λ. γαλλ.), λεία σανίδα που κατασκευάζεται με συγκόλληση πολύ λεπτών ξύλινων φύλλων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντικολλητό — το τεχνολ. σύνθετο φύλλο ξύλου που κατασκευάζεται από τρία ή περισσότερα στρώματα κολλημένα μεταξύ τους, έτσι ώστε οι ίνες των διαδοχικών στρωμάτων να σχηματίζουν μεταξύ τους ορθή γωνία, αλλ. κοντραπλακέ … Dictionary of Greek
ξυλοκοπτική — η κατασκευή μικρών κομψοτεχνημάτων από κοντραπλακέ … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
σαπέλι — το, Ν εμπορική ονομασία ροδόχρωμου ή ερυθρού ξύλου αφρικανικής προέλευσης, αρκετά λεπτού και σκληρού, κατάλληλου για την κατασκευή αντικολλητού, τού κοντραπλακέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sapele / sapeli από ιθαγενή ονομ. τής Δυτικής Αφρικής] … Dictionary of Greek